εξαγωνικό σύστημα

εξαγωνικό σύστημα
Ένα από τα επτά κρυσταλλικά συστήματα στα οποία κατατάσσονται τα κρυσταλλικά σχήματα. Περιλαμβάνει τους κρυστάλλους που χαρακτηρίζονται από την παρουσία τεσσάρων κρυσταλλογραφικών αξόνων (αξονικός σταυρός), από τους οποίους οι τρεις βρίσκονται σε ένα οριζόντιο επίπεδο και τέμνονται μεταξύ τους σε γωνία 60°, ενώ ο τέταρτος είναι κατακόρυφος και άνισος προς αυτούς. Η πρώτη τάξη (ολοεδρία) περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία συμμετρίας του συστήματος: έναν εξαγωνικό άξονα, έξι άξονες συμμετρίας, επτά επίπεδα συμμετρίας και ένα κέντρο συμμετρίας. Τα κυριότερα ορυκτά που κρυσταλλώνονται στο ε.σ. είναι η βήρυλλος, ο μολυβδαινίτης, ο κοβελίνης (διεξαγωνικές αμφιπυραμίδες), οι κρύσταλλοι του α-χαλαζία, οι οποίες σε θερμοκρασία 573°C έως 870°C έχουν τη σπάνια συμμετρία της ολαξονικής ημιεδρίας (εξαγωνικό τραπεζόεδρο), ο απατίτης, ο πυρομορφίτης και ο βαναδινίτης (εξαγωνική αμφιπυραμίδα 3ου είδους), ο γρηνοκίτης, ο ζιγκίτης (ή ψευδαργυρίτης), ο ιωδυρίτης (διεξαγωνική πυραμίδα) και ο νεφελίνης (εξαγωνική πυραμίδα 3ου είδους). Κρύσταλλος βηρύλλου (σμαράγδι, παραλλαγή της βηρύλλου). Πάνω αριστερά, η διεξαγωνική αμφιπυραμίδα {η κρυσταλλογραφική μορφή του συστήματος που παρουσιάζει τον μεγαλύτερο αριθμό εδρών) με ένδειξη του εξαγωνικού άξονα· δεξιά, η κρυσταλλογραφική μορφή της βηρύλλου, ορυκτού που κρυσταλλώνεται στο σύστημα αυτό (διεξαγωνική αμφιπυραμίδα της ολοεδρίας).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σύστημα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σύσταμα και μτγν. τ. σύστεμα Α [συνίσταμαι] 1. σύνολο στοιχείων, υλικών ή ιδεατών, τού οποίου τα μέλη βρίσκονται σε στενή μεταξύ τους σχέση αλληλεξάρτησης και συναπαρτίζουν ένα οργανωμένο όλον, καθώς και η ολότητα τών σχέσεων …   Dictionary of Greek

  • κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • μέταλλο — Όρος ενδεικτικός για ορισμένα στοιχεία που παρουσιάζουν ιδιαίτερα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά. Τα μέταλλα στη συνηθισμένη θερμοκρασία είναι στερεά, με μόνη εξαίρεση τον υδράργυρο, που είναι υγρό. Το χρώμα τους, όταν βρίσκονται σε συμπαγή… …   Dictionary of Greek

  • μαγνητοπυρίτης — Ορυκτό που αποτελεί θειούχο ένωση του σίδηρου του τύπου FeS. Η ένωση αυτή είναι γνωστή και με την ονομασία πυροτίτης ή πυροτίνης και κρυσταλλώνεται στο εξαγωνικό σύστημα. Έχει μεταλλική λάμψη και μπρουντζοκίτρινο χρώμα. Βρίσκεται σε φλοιώδη και… …   Dictionary of Greek

  • μαγνησίτης — Ορυκτό του μαγνησίου με χημικό τύπο MgCO3. Ανήκει στην ομάδα των ανθρακικών ορυκτών και κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα. Ο μ. είναι σημαντική πηγή μαγνησίου και έχει πολλές βιομηχανικές χρήσεις και φαρμακευτικές ιδιότητες. Ο μ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • γραφίτης — Άνθρακας που κρυσταλλώνεται στο εξαγωνικό σύστημα και εμφανίζεται στη φύση ως ένα μολυβδότεφρο ορυκτό με μεταλλική λάμψη. Πολύ σπάνια βρίσκεται σε κρυστάλλους καλά ανεπτυγμένους· συχνότερα έχει τη μορφή λεπιών ή βρίσκεται σε μικροκρυσταλλικά,… …   Dictionary of Greek

  • ζιγκίτης — Ορυκτό οξείδιο ψευδαργύρου του τύπου ZnO. Κρυσταλλώνεται στο εξαγωνικό σύστημα, βρίσκεται σε κοκκώδη χοντροκρυσταλλικά και φλοιώδη συσσωματώματα και σπάνια με τη μορφή κρυστάλλων. Έχει ειδικό βάρος 5,4 5,7, βαθύ κόκκινο χρώμα, αδαμαντοειδή λάμψη …   Dictionary of Greek

  • μολυβδαινίτης — Ορυκτό του μολυβδαίνιου με χημικό τύπο MoS2. Ανήκει στην ομάδα των θειούχων ορυκτών και κρυσταλλώνεται στο εξαγωνικό σύστημα σχηματίζοντας εξαγωνικούς κρυστάλλους. Ο μ. έχει χρώμα μολυβδότεφρο ή κυανότεφρο και παρουσιάζει λάμψη μεταλλική. Ο μ.… …   Dictionary of Greek

  • παρισίτης — ο (ορυκτ.) σπάνιο δευτερογενές φθοριοανθρακικό άλας τού δημητρίου, τού λανθανίου, τού διδυμίου και τού ασβεστίου, με καστανοκίτρινο χρώμα, που κρυσταλλώνεται στο εξαγωνικό σύστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. Parisit, από… …   Dictionary of Greek

  • πλουμπογκουμμίτης — ο, Ν (ορυκτ.) ένυδρο βασικό φωσφορικό ορυκτό τού μολύβδου και τού αργιλίου που έχει κίτρινο ή καστανό χρώμα και κρυσταλλώνεται στο εξαγωνικό σύστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. plumbogummite (< λατ. plumbum «μόλυβδος» + gummite «γκουμμίτης»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”